πεταξιά

πεταξιά
η, Ν
1. το πέταμα, η ρίψη («τού 'δωσα μια πεταξιά στα σκουπίδια»)
2. η εγκατάλειψη («τα παιδιά του τού 'δωσαν μια πεταξιά τώρα που γέρασε»)
3. η σύντομη επίσκεψη («θά 'ρθω το απόγευμα μια πεταξιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεταξ- τού αορ. πέταξ-α τού πετώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. κλεψ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεταξιά — η πέταγμα, ρίψη, ρίξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”